- υποξυλος
- ὑπόξυλοςὑπό-ξῠλος2снизу или внутри деревянный
(ὅρμοι Xen.)
οἱ θεοὴ τὰ ἔνδον ὑπόξυλοι Luc. — изображения богов внутри деревянные
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὅρμοι Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑπόξυλος — wooden underneath masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπόξυλος — ον, Α 1. αυτός που εσωτερικά καλύπτεται από ξύλο και εξωτερικά είναι καλυμμένος με έλασμα πολύτιμου μετάλλου 2. μτφ. επίπλαστος, ψεύτικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ξυλος (< ξύλον), πρβλ. ἔγ ξυλος] … Dictionary of Greek
ὑπόξυλον — ὑπόξυλος wooden underneath masc/fem acc sg ὑπόξυλος wooden underneath neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξύλοις — ὑπόξυλος wooden underneath masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξύλου — ὑπόξυλος wooden underneath masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποξύλους — ὑπόξυλος wooden underneath masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόξυλα — ὑπόξυλος wooden underneath neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόξυλοι — ὑπόξυλος wooden underneath masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)